μουνί

μουνί
το (Μ μουνί[ν])
το γυναικείο αιδοίο
νεοελλ.
1. μτφ. χυδαίος χαρακτηρισμός ωραίας και προκλητικής γυναίκας
2. φρ. «γίναμε μουνί» ή «τά κάναμε μουνί» — ήλθαμε σε οξεία διαφωνία ή αναστατώσαμε τα πάντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πολλές απόψεις έχουν διατυπωθεί για την ετυμολ. τής λ. Κατά μία άποψη, η λ. μουνί < μσν. μουνίν είναι υποκορ. τού βεν. mona. Κατ' άλλους, η λ. προέρχεται από το αρχ. εὐν-ίον < εὐνή «κλίνη, συζυγικό κρεβάτι» (για την τροπή τού -(ε)υν- σε μν- πρβλ. μουνοῦχος < εὐνοῦχος). Κατ' άλλες απόψεις, η λ. προήλθε είτε από μν-ίον, υποκορ. τού αρχ. μνοῦς «χνούδι», ή από αμάρτυρο *μνί(ον) < βινῶ «συνουσιάζομαι παράνομα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μουνί — το (λ. βενετ.), το γυναικείο αιδοίο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ισημερινή Γουινέα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ισημερινής Γουινέας Έκταση: 28.051 τ. χλμ. Πληθυσμός: 476.200 (2003) Πρωτεύουσα: Μαλάμπο (92.900 κάτ. το 2003)Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα Β με το Καμερούν και στα Α και Ν με την Γκαμπόν, ενώ βρέχεται …   Dictionary of Greek

  • Ossetic language — Ossetian Spoken in  Russia (North Ossetia)  Georgia …   Wikipedia

  • Anexo:Falsos amigos — Los falsos amigos son palabras que, a pesar de tener significados diferentes, pueden escribirse o pronunciarse de una manera similar en dos o más idiomas. Lo anterior puede deberse tanto a distintas etimologías como a un cambio en el significado… …   Wikipedia Español

  • μουνοτρίχι — το κοινή ονομασία τού φυτού αδίαντο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουνί + τρίχα] …   Dictionary of Greek

  • μουνότριχα — η συν. στον πληθ. οι μουνότριχες οι τρίχες τού γυναικείου αιδοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουνί + τρίχα] …   Dictionary of Greek

  • μουνόψειρα — η 1. είδος ψείρας που παρασιτεί στο τρίχωμα τής ήβης 2. πολύ φορτικός άνθρωπος από τον οποίο δύσκολα απαλλάσσεται κανείς, κολλητσίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουνί + ψείρα] …   Dictionary of Greek

  • πλακομούνι — το, Ν ερωτική πράξη μεταξύ γυναικών, λεσβιασμός, τριβαδισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλάκα + μουνί] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”