- μουνί
- το (Μ μουνί[ν])το γυναικείο αιδοίονεοελλ.1. μτφ. χυδαίος χαρακτηρισμός ωραίας και προκλητικής γυναίκας2. φρ. «γίναμε μουνί» ή «τά κάναμε μουνί» — ήλθαμε σε οξεία διαφωνία ή αναστατώσαμε τα πάντα.[ΕΤΥΜΟΛ. Πολλές απόψεις έχουν διατυπωθεί για την ετυμολ. τής λ. Κατά μία άποψη, η λ. μουνί < μσν. μουνίν είναι υποκορ. τού βεν. mona. Κατ' άλλους, η λ. προέρχεται από το αρχ. εὐν-ίον < εὐνή «κλίνη, συζυγικό κρεβάτι» (για την τροπή τού -(ε)υν- σε μν- πρβλ. μουνοῦχος < εὐνοῦχος). Κατ' άλλες απόψεις, η λ. προήλθε είτε από μν-ίον, υποκορ. τού αρχ. μνοῦς «χνούδι», ή από αμάρτυρο *μνί(ον) < βινῶ «συνουσιάζομαι παράνομα»].
Dictionary of Greek. 2013.